Από το βάσανο των πειθαρχικών συμβουλίων η έμπνευση …

Ο εγκαλούμενος

Τα φαρδιά λάστιχα του μαύρου τζιπ στρίγγλισαν στην υγρή άσφαλτο, ψάχνοντας απεγνωσμένα να γραπωθούν στον δρόμο και να σπρώξουν, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, το βαρύ όχημα στον προορισμό του. Είχε ήδη βραδιάσει και ο χρόνος έτρεχε εναντίον του, δεν είχε την αντοχή να περιμένει ούτε λεπτό. Άφησε το τηλέφωνο να χτυπάει επίμονα, όταν έκλεισε απότομα την πόρτα πίσω.

Έπρεπε να διανύσει ελάχιστα χιλιόμετρα, δύο μεγάλους δρόμους και κάποια στενά, η απόσταση του φαινόταν όμως ατελείωτη, έτοιμη να χωρέσει τις πιο περίπλοκες σκέψεις του. Αυτές που δημιούργησε λίγα λεπτά πριν, το φαξ που είχε σταλεί στο γραφείο του..

Το κόκκινο φανάρι σταμάτησε βίαια την ορμή του. Κοίταξε έξω από το σκούρο παράθυρο τους επαγγελματίες να κλείνουν νωχελικά τα ρολά στα μαγαζιά τους πριν γυρίσουν σπίτι. Στο πεζοδρόμιο μια παρέα νέων καυγάδιζε χαμογελώντας, προφανώς για το που θα συνέχιζαν την ανέμελη εξοδό τους. Ζήλεψε.

Πάτησε με δύναμη το γκάζι θέλοντας να τονίσει εγωιστικά την παρουσία του στον χώρο, σε αυτή την πόλη που γέννησε τα ονειρά του, ανέθρεψε τις προσδοκίες και ικανοποίησε την ματαιοδοξία του και τώρα θέτει σε δοκιμασία την επαγγελματική του υπόσταση. Το αριστερό του χέρι είχε ιδρώσει σφίγγοντας το δερμάτινο τιμόνι, ενώ στο δεξί κρατούσε ακόμα τσαλακωμένη την ηρεμία του.

Ηταν μία κλήση σε απολογία. Έτσι απλά. Περιείχε όμως όλα τα στοιχεία που δεν περίμενε ποτέ να αντικρύσει. Ως αποστολέα το πειθαρχικό τμήμα του Συλλόγου του και ως αποδέκτη τον ίδιο, αφού είχε σταλεί στον αριθμό του. Δεν είχε μέσα όμως ονόματα, γεγονότα και αριθμούς. Αυτά που έλειπαν, αυτά τον βασάνιζαν, αυτά οδηγούσαν τον δρόμο του.

Τόσα χρόνια ποτέ μου δεν έβλαψα κανέναν, μονολόγησε. Πόσες φορές υπερασπίστηκα ανθρώπους που είχαν ανάγκη, πόσες φορές δούλεψα δωρεάν, πόσες παρέλειψα να αναζήτησω την αμοιβή μου, πότε άκουσα ένα ευχαριστώ, ποιός αναγνώρισε τις προσπάθειές μου; Ποιος με κατηγορεί τώρα;

Είχε πάντα στην τσάντα του τον κώδικα δεοντολογίας και τον επιδείκνυε σε όποιον συνάδελφο έδειχνε τάσεις αυτονόμησης από το συλλογικό τρόπο συμπεριφοράς και ο ίδιος γνώριζε απ’έξω κάθε άρθρο. Ποτέ δεν είχε δικάσει ερήμην συνάδελφο και εάν αυτός απουσίαζε, ματαίωνε την υπόθεση, μέχρις ότου ο Δικαστής να έχει στα χέρια του, τους ισχυρισμούς και των δύο πλευρών, και σε κάθε περίπτωση έφτανε στην αντιδικία αφού είχε εξαντλήσει κάθε προσπάθεια συμβιβασμού με το άλλο μέρος.

Σεβόταν απεριόριστα τους λειτουργούς της Θέμιδας ακόμα και όταν αντιμετώπιζε από αυτούς απαξιωτική συμπεριφορά. Φρόντιζε όμως με την ευγένεια και τον τεκμηριωμένο νομικό αλλά και συνδικαλιστικό λόγο να τους βάζει στην θέση τους, ακόμα και σε υποθέσεις άλλων, που τύγχανε να είναι παρών. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του αλλά έφυγε γρήγορα όπως ήρθε. Δεν μπορεί ένας Δικαστής, με τον οποίον είχε ανταλλάξει κάποιες κουβέντες προ ημερών, επειδή δεν επέτρεπε στους συναδέλφους του να υποβάλουν τα αιτήματά τους, να έκανε αναφορά εναντίον του. Ο θύτης να έγινε θύμα;

Έστριψε απότομα προς την Λεωφόρο και σταμάτησε βίαια πίσω από μια ατέλειωτη σειρά αυτοκινήτων. Οποιαδήποτε καθυστέρηση μεγάλωνε την αγωνία. Έκλεισε νευρικά το ραδιόφωνο και αναλογίστηκε, προβάλοντας απελπισμένα στην δαιδαλώδη μνήμη του, την πλειάδα των υποθέσεων που είχε χειριστεί, για να θυμηθεί.

Ναι, υπήρξαν κάποιες περιπτώσεις που άργησε. Που η πολλή δουλειά στέρησε τη δυνατότητα να είναι συνεπής στην κατάθεση της αγωγής, την σύνταξη του συμφωνητικού, την μελέτη της δικογραφίας. Που χρησιμοποίησε κάθε δικαιολογία για να καλύψει το λάθος. Που έριξε τις ευθύνες άδικα στους συνεργάτες του. Μήπως είχε έρθει η ώρα να πληρώσει τον χαμένο χρόνο;

Τεράστιες επιγραφές εκδοτικών οίκων φώτιζαν τα πλατιά πεζοδρόμια στην πολύβουη περιοχή του κέντρου και από κάτω άνθρωποι και βιβλία έψαχναν να βρουν το ταίρι τους, στριμωχτά και ανέμελα, σαν προξενιά που μπορεί να μην πετύχαιναν ποτέ, σαν παντρειές που θα ζούσαν μαζί για πάντα.

Συγγράματα, μονογραφίες και νομικά περιοδικά, πάντοτε κάλυπταν το γραφείο και ξεχείλιζαν τις βιβλιοθήκες του. Είχε μάθει από ασκούμενος να ξορκίζει την ανασφάλεια της αγωγικής βάσης ή του αυτοτελούς ισχυρισμού, με ώρες μελέτης κάθε πιθανής βιβλιογραφίας.

Μία σκιά όμως βάραινε τη συνείδησή του. Είχε χρεωθεί μιά αοριστία. Τόσα χρόνια επιμελής σε κάθε λεπτομέρεια, σε σημείο που οι συνάδελφοί του κρατούσαν τα δικόγραφά του για υποδείγματα, είχε υποστεί μια ήττα στο γοητρό του. Ο πελάτης ήταν δύστροπος και ποτέ δεν κατάλαβε την διαφορά μεταξύ αφηρημένης υπόσχεσης χρέους και αιτιώδους αναδοχής οφειλής. Λες να είναι αυτός ο διώκτης μου, αναρωτήθηκε δυνατά, έτοιμος να αποδεχθεί την ευθύνη και να καλύψει με το παραπάνω κάθε ζημία, αρκεί να κλείσει η υπόθεση.

Κλείδωσε και περπάτησε γοργά προς το φρεσκοβαμμένο μπεζ κτίριο του Συλλόγου, που με την επιβλητική του παρουσία, στεκόταν πολλές δεκαετίες τώρα, φύλακας του Δικαίου και προστάτης των Δικηγόρων. Ισα που προλάβαινε να μάθει γιατί τον είχαν καλέσει, ποιός ήταν ο διώκτης του, σε τι παράβαση είχε υποπέσει.

– Καλησπέρα κ. Προεισπράτογλου, πώς και από εδώ τέτοια ώρα; αναρωτήθηκε ο επιμελητής της απογευματινής βάρδιας, συνεχίζοντας την κουβέντα απτόητα, πριν ο βιαστικός επισκέπτης προλάβει ν’αρθρώσει λέξη, – και σας έψαχνα στο γραφείο αλλά δεν απαντούσατε.

– Ήθελα να σας ενημερώσω για μία πρόσκληση από το Πειθαρχικό, συγνώμη, αλλά την έστειλα σε λάθος νούμερο, ήταν να σταλεί σε άλλον, όχι σε σας βέβαια. Δεν πιστεύω να ανησυχήσατε, εσείς, εξάλλου, δεν έχετε λόγο να φοβηθείτε..

​Μάης 2006

Θανάσης Παυλόπουλος